unrestricted sample - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

unrestricted sample - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Unrestricted (disambiguation); Unrestricted (album)

unrestricted sample      

общая лексика

выборка без ограничений

sample space         
  •  Up or down? Flipping a brass tack leads to a '''sample space''' composed of two outcomes that are not equally likely.
  • Flipping a coin leads to a '''sample space''' composed of two outcomes that are almost equally likely.
  • A visual representation of a finite sample space and events. The red oval is the event that a number is odd, and the blue oval is the event that a number is prime.
SET OF ALL POSSIBLE OUTCOMES OR RESULTS OF A STATISTICAL TRIAL OR EXPERIMENT
SampleSpace; Probability/Sample space; Sample Space; Sample spaces; Universal sample space; Sample description space; Possibility space

['sɑ:mp(ə)lspeis]

общая лексика

выборочное пространство

пространство выборок

unrestricted         

[ʌnri'striktid]

общая лексика

неограниченный (напр. о питании)

произвольный

без ограничений

Смотрите также

unrestricted alternative; unrestricted burning; unrestricted coagulation; unrestricted convergence; unrestricted domain; unrestricted estimator; unrestricted grammar; unrestricted limit; unrestricted motion; unrestricted partition; unrestricted quantifier; unrestricted randomization; unrestricted rule; unrestricted sample; unrestricted search; unrestricted transferability; unrestricted variable

прилагательное

общая лексика

неограниченный

Ορισμός

unrestricted
¦ adjective not limited or restricted.
Derivatives
unrestrictedly adverb

Βικιπαίδεια

Unrestricted

Unrestricted may refer to:

  • Unrestricted (Da Brat album)
  • Unrestricted (Symphorce album)
  • Unrestricted carry, a situation within a jurisdiction in which the carrying of firearms is not restricted in any way by the law
Μετάφραση του &#39unrestricted sample&#39 σε Ρωσικά